αλωπεκία — αλωπεκία, η και αλωπεκίαση, η (ιατρ.), πέσιμο γενικό ή μερικό των μαλλιών του κεφαλιού: Είναι πολύ στενοχωρημένη, γιατί πάσχει από αλωπεκίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
ἀλωπέκια — ἀλωπέκιον little fox neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίας — ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem gen sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίαι — ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκία mange in foxes fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom/voc pl ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκίας branded with a fox masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίαν — ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκιῶν — ἀλωπεκία mange in foxes fem gen pl ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen pl ἀλωπεκίζω play the fox fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίαις — ἀλωπεκία mange in foxes fem dat pl ἀλωπεκίας branded with a fox masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλωπεκικός — ή, ό [αλωπεκία] ο σχετικός με την ασθένεια αλωπεκία … Dictionary of Greek
αλωπεκιώ — ( άω και έω) [αλωπεκία] πάσχω από αλωπεκία* … Dictionary of Greek