ἀλωπεκία

ἀλωπεκία
ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκία
mange in foxes
fem nom/voc/acc dual
ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκία
mange in foxes
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκίας
branded with a fox
masc nom/voc/acc dual
ἀλωπεκίας
branded with a fox
masc voc sg
ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκίας
branded with a fox
masc voc sg (attic)
ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκίας
branded with a fox
masc gen sg (doric aeolic)
ἀλωπεκίας
branded with a fox
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλωπεκία — αλωπεκία, η και αλωπεκίαση, η (ιατρ.), πέσιμο γενικό ή μερικό των μαλλιών του κεφαλιού: Είναι πολύ στενοχωρημένη, γιατί πάσχει από αλωπεκίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ἀλωπέκια — ἀλωπέκιον little fox neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίας — ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem gen sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίαι — ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκία mange in foxes fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom/voc pl ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκίας branded with a fox masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίαν — ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκιῶν — ἀλωπεκία mange in foxes fem gen pl ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen pl ἀλωπεκίζω play the fox fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίαις — ἀλωπεκία mange in foxes fem dat pl ἀλωπεκίας branded with a fox masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλωπεκικός — ή, ό [αλωπεκία] ο σχετικός με την ασθένεια αλωπεκία …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκιώ — ( άω και έω) [αλωπεκία] πάσχω από αλωπεκία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”